Αξιότιμε κύριε πρώην Πρωθυπουργέ και Πρόεδρε του Ελεγκτικού Συνεδρίου,
Αξιότιμη κυρία Υπουργέ,
Αξιότιμε κύριε Πρύτανη,
Αξιότιμοι Διοργανωτές,
Εκλεκτοί Ομιλητές,
Αγαπητές και Αγαπητοί Συνάδελφοι,
Κυρίες και Κύριοι,
Θα ήθελα πριν απ’ όλα να ευχαριστήσω το Νομικό Παλμό και προσωπικά τον αρχισυντάκτη Νίκο Μάλαμα, για την τιμητική πρόσκληση που μου απηύθυνε και φέτος να χαιρετίσω τις εργασίες της αποψινής -επετειακής- εκδήλωσης για τα 50 χρόνια της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας.
Όλα αυτά τα χρόνια ο Νομικός Παλμός μάς έχει συνηθίσει σε εξαιρετικά υψηλού επιπέδου διοργανώσεις, στα πλέον επίκαιρα και ουσιώδη θέματα θεσμικής και πολιτικής λειτουργίας της Δημοκρατίας, πάντοτε με τους πιο καταξιωμένους εισηγητές, τους πλέον αρμόδιους να μας διαφωτίζουν στο ειδικότερο αντικείμενο του καθενός, για το Σύνταγμα, την πολιτική εξουσία, τα ατομικά, κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα, τη Δικαιοσύνη, τις Ανεξάρτητες Αρχές και εν γένει το σύνολο των θεσμών της δημοκρατικής κοινωνίας.
Ενώπιον τόσο εκλεκτών ομιλητών, αισθάνομαι ότι υπέχω τουλάχιστον δύο υποχρεώσεις. Αφενός να είμαι σύντομος και αφετέρου να μην επιχειρήσω ως επιστήμονας του συνταγματικού δικαίου και των δικαιωμάτων του ανθρώπου διατύπωση θέσεων, αλλά να θέσω υπό μορφή ερωτημάτων κάποιους γενικότερους προβληματισμούς που με απασχολούν, ως δημοκρατικό πολίτη πάνω από κάθε άλλη ιδιότητα, είτε αυτά εκληφθούν ως ρητορικά είτε εκληφθούν ως πραγματικά ερωτήματα, για τα οποία ενδεχομένως κάποιοι από τους ομιλητές να επιθυμούν να τοποθετηθούν.
Ο τίτλος της αποψινής εκδήλωσης για το θεσμικό απολογισμό των 50 ετών της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας καταλήγει «με το βλέμμα στο μέλλον».
Ήδη από αυτή τη διατύπωση και με αφορμή κάποιες εκτιμήσεις που διατυπώθηκαν στην περσινή ημερίδα του Νομικού Παλμού με θέμα το Σύνταγμα, τις Εκλογές, τα Κόμματα και τη Δημοκρατία, για το πόσα πολλά έχουμε αδιαμφισβήτητα πετύχει ως δημοκρατική κοινωνία στη Μεταπολίτευση από τις εποχές του Εμφυλίου, της Νόθου Δημοκρατίας, του Παρασυντάγματος και της Δικτατορίας, θα ήθελα, πρώτον, να αναρωτηθούμε ποιο είναι το μέτρο σύγκρισης αυτού του απολογισμού:
Το πόσα πολλά έχουμε πετύχει σε σχέση με το από πού ερχόμαστε ή, το αν και κατά πόσο υστερούμε -αν υστερούμε- και σε ποιους τομείς σε σχέση με το πού θέλουμε να πάμε, δηλαδή σε σχέση με τις πιο προηγμένες δημοκρατίες της εποχής μας ή ακόμα και με δημοκρατίες με μικρότερη συνταγματική ιστορία από τη δική μας;
Δεύτερον, αφήνοντας κατά μέρος τα προηγούμενα 150 χρόνια και εστιάζοντας αποκλειστικά στα τελευταία 50 χρόνια, στην ομαλή δημοκρατική περίοδο της Μεταπολίτευσης, που σημειωτέον αποτελεί τη μόνη συνεχόμενη περίοδο ομαλότητας στην ιστορία του νέου ελληνικού κράτους, αφήνοντας κατά μέρος και την εξέλιξη στον υπόλοιπο κόσμο όλα αυτά τα χρόνια και εστιάζοντας αποκλειστικά στην ελληνική πραγματικότητα, αναρωτιέμαι αν η εξέλιξη αυτή είναι σταθερά προς τα εμπρός, δηλαδή προς την κατεύθυνση της εμβάθυνσης της Δημοκρατίας και του Κράτους Δικαίου ή αντιθέτως αν, και σε ποιους τομείς -και σε ποιες ενδεχομένως «υποπεριόδους» αν μπορούμε να το πούμε έτσι εντός της τελευταίας πεντηκονταετίας- διαπιστώνεται δημοκρατική ή δικαιοκρατική οπισθοδρόμηση.
Θέτοντας για παράδειγμα ως σημείο αναφοράς το χρονικό μέσο της Μεταπολίτευσης, το 2000, την αλλαγή του αιώνα, οι θεσμοί μας σήμερα λειτουργούν καλύτερα ή χειρότερα σε σχέση με τότε;
Το 2024 έχουμε καλύτερη ποιότητα Δημοκρατίας σε σχέση με το 2000;
Έχουμε καλύτερη απονομή της Δικαιοσύνης;
Οι δικαστές, και δη οι ανώτατοι, είναι στην πράξη πιο ανεξάρτητοι ή -εντός ή εκτός εισαγωγικών- πιο ελεγχόμενοι από την πολιτική εξουσία;
Για παράδειγμα, αποδόθηκε Δικαιοσύνη στις υποθέσεις των υποκλοπών, των Τεμπών, της αντικατάστασης των μελών του ΕΣΡ και της ΑΔΑΕ χωρίς τη συνταγματικά προβλεπόμενη πλειοψηφία στη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής, για το οποίο προσέφυγε δικαστικά και ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών αλλά το Συμβούλιο της Επικρατείας αρνήθηκε να το εξετάσει;
Εν γένει, οι Ανεξάρτητες Αρχές, δύο και πλέον δεκαετίες μετά τη συνταγματική τους κατοχύρωση στην ελληνική έννομη τάξη με την αναθεώρηση του 2001, μπορούν σήμερα να επιτελούν το ρόλο τους καλύτερα ή χειρότερα σε σχέση με τα πρώτα εκείνα χρόνια της λειτουργίας τους;
Στο ελληνικό πρωθυπουργικό μοντέλο διακυβέρνησης, συνολικά η πολιτική εξουσία έχει εκδημοκρατιστεί περαιτέρω ή μήπως διαρκώς επιτείνεται η συγκέντρωσή της σε ένα μόνο πρόσωπο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται στη λειτουργία της Δημοκρατίας και των θεσμών;
Τρίτον, αν γίνει δεκτό ότι σε κάποιους ή και σε άλλους από τους τομείς στους οποίους αναφέρθηκα, πράγματι παρατηρείται δημοκρατική ή δικαιοκρατική οπισθοδρόμηση, το ερώτημα είναι γιατί συμβαίνει αυτό και πώς θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί.
Φταίει άραγε η οικονομική κρίση, με τις περιόδους των μνημονίων και τις πολιτικές ανακατατάξεις που ακολούθησαν;
Φταίει η τυχόν δυσμενής διεθνής συγκυρία, η οποία μοιραία συμπαρασύρει και μια μικρή χώρα όπως η Ελλάδα;
Μήπως κάπου φταίει και το ισχύον Σύνταγμα υπό το οποίο, πέρα από το «διακοσμητικό» -όπως συνηθίζουμε να λέμε- χαρακτήρα του Προέδρου της Δημοκρατίας, τείνει να καταστεί «διακοσμητική» και η ίδια η Βουλή, η οποία έχει περιοριστεί σε έναν απλώς κυρωτικό ρόλο των νομοσχεδίων που στην πράξη εισάγονται αποκλειστικά από την Κυβέρνηση, ενώ οι Έλληνες Βουλευτές δεν μπορούν όχι μόνο να φέρουν μια πρόταση νόμου σε συζήτηση και ψήφιση, αλλά δεν μπορούν να θέσουν σε συζήτηση ούτε μια απλή τροπολογία, ούτε καν να αλλάξουν μια φράση, μια λέξη, ακόμα κι ένα σημείο στίξης σε ένα νομοσχέδιο, αν την όποια αλλαγή δεν αποδέχεται ο αρμόδιος Υπουργός;
Εν γένει, το συνταγματικό μας πολίτευμα διαθέτει αποτελεσματικά θεσμικά αντίβαρα και ασφαλιστικές δικλείδες για την προάσπιση της Δημοκρατίας και του Κράτους Δικαίου απέναντι στην πανίσχυρη εκτελεστική εξουσία ή ζούμε σε μια εκλογική μόνο δημοκρατία, στην οποία οι θεσμοί τυπικά και μόνο υπάρχουν, οπότε είμαστε καταδικασμένοι να ολισθαίνουμε στην ολιγαρχία και τον αυταρχισμό;
Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας.
Ευχαριστώ το Νομικό Παλμό για την πρόσκληση και θερμά συγχαρητήρια για τη διοργάνωση.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΠ. ΜΑΝΤΖΟΥΤΣΟΣ
Δικηγόρος – Διδάκτωρ Νομικής ΕΚΠΑ
Σύμβουλος, τ. Αντιπρόεδρος ΔΣΑ
* Επισυνάπτεται το σχετικό βίντεο.